ὑπερώιου

ὑπερώιου
ὑπερῴ̱ου , ὑπερῷον
the upper part of the house
neut gen sg
ὑπερῴ̱ου , ὑπερῷος
upper
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Τάπια — Ν φρ. «σύνδρομο Τάπια» ιατρ. μονόπλευρη, μερική ή ολική παράλυση τών τριών τελευταίων εγκεφαλικών συζυγιών που εκδηλώνεται με πάρεση τού υπερώιου ιστίου, τού φάρυγγα, τού λάρυγγα, τής γλώσσας, τού στερνοκλειδομαστοειδούς και τού τραπεζοειδούς… …   Dictionary of Greek

  • ψευδοπρομηκικός — ή, ό, Ν ιατρ. φρ. «ψευδοπρομηκική παράλυση» παράλυση τών μυών τού στόματος, τής γλώσσας, τού υπερώιου ιστίου και τού φάρυγγα, που θυμίζει προμηκική παράλυση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + προμηκικός. Η λ. είναι νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”